- καταφθίω
- καταφθίω (Α)1. καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω2. παθ. καταφθίομαια) πεθαίνωβ) καταναλίσκω, ξοδεύωγ) μτφ. (για το φως τού ήλιου) σβήνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + φθίω «καταστρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφθινύθω — (Α) (ποιητ. τ.) καταφθίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φθινύθω, ποιητ. τ. τού φθίω «καταστρέφω»] … Dictionary of Greek